ήτανε ανοιξιάτικη ωραία ημέρα, στο κτήμα με τις μηλιές, προς το τέλος της άνθισής των. καλοκλαδεμένες, γκριζογάλαζα τα κλαδιά τους από τα πρώτα χέρια βορδιγάλιου. κοντό και νοτισμένο, δροσερό το χορτάρι.
μπαινόβγαινα
στη φροντισμένη αποθήκη, με τα εργαλεία,
τα βαρέλια του κρασιού. γέμιζα λίπασμα
για μερικά νεόφυτα.
κι εκεί που χάζευα τα δένδρα, ξαφνικά και κοντά μου στάθηκε το φάντασμα του πατέρα! με την - ξεθωριασμένο καφέ - χοντρή ζακέτα, τα γυαλιά του, το φαρδύ μπλούτζιν. τον αγκάλιασα και έτσι σφιχτά κρατώντας τον, περπατήσαμε προς το κέντρο του κτήματος.
" Δες! Κοίτα πόσο όμορφες είναι οι μηλιές μας!”
τον
ώθησα για να συνεχίσει μόνος τον περίπατο
μες τα ανθισμένα δένδρα, τις μέλισσες,
το δροσερό χορτάρι. οτι του άρεσε πολύ. και κάθε χρόνο, αυτήν την εποχή, περνούσε
όλες τις ώρες της μέρας εκεί πάνω.
κάθισα κάτω
από ένα δένδρο δακρυσμένος, δακρυσμένος
ξύπνησα, δακρυσμένος τώρα γράφω...
Και δεν ξέρω τι να πρωτοσκεφτώ...