23 Αυγ 2014

to know us better που λέμε και στο χωριόμ! :)

Γεννήθηκα στο χωριό Ανήλιο, το '60. σε σπι­τικό φτιαγμένο από τους παππούδες το 1935, όταν άφησαν την Αίγυπτο και μ' ένα καλό κομπόδεμα ήρθαν να μείνουν μόνιμα στα χώματά τους. χρη­σιμοποίησαν και δομικά υλικά από παλαιότερο πύργο που είχε καταρρεύσει, σε διπλανό οικόπεδο. Τα μεγάλα δοκάρια της στέγης είναι αυτού του πύργου, καθώς καστανιά κομμένη στο σωστό φεγγάρι είναι"απέθαντη". Το σπίτι, τυπικό των Ελληνικών χωριών , διώροφο, απλό στην μορφή του, ένας κύβος ουσιαστικά με την είσοδο στον επάνω κατοικήσιμο χώρο και παράθυρα εκατέρωθεν της εισόδου, στα δυο δωμάτια.

Αριστερά από το ευρύχωρο χωλ, το χειμω­νιάτικο (ανατολικό)με το τζάκι και τα δυο μεγάλα κρεβάτια,το μόνο με θέρμανση.
Σ'αυτό στρωνόταν το τραπέζι το χειμώνα, γι­νότανε τα νυχτέρια με τους γειτόνους, στο περβάζι του παράθυρου διάβαζα τα μαθήματά μου και κοιμόταν η γιαγιά και εγώ. Ήταν το κυρίως καθιστικό. Το δεξί που άνοιγε στις γιορτές μόνο, το σαλόνι ας πούμε,το μπαλκόνι του έβλεπε ανάμεσα απ'τα φύλλα της συκιάς το απέναντι χωριό και το πέλαγος.

Πιο μέσα (βόρεια) ο ξενώνας με το μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι και την συφινιέρα, γεμάτη στα πάνω συρτάρια, με αντικείμενα "μαγικά" όπως: κιάλια, μετάλλια πολεμικά, γυναικείο άρωμα και πούδρες, πένες κονδυλοφόρους, μελάνια, χτένες, φωτογραφίες και αλληλογραφία των αδερφών, στην Αλεξάνδρεια και στο Χαρτούμ χαρτοκόπτες από ελεφαντόδοντο και μύρια όσα άλλα.

Εκεί κρέμοντανε σε γάντζους από το ταβάνι τα δίχτυα με τα φιρίκια (...η υπέροχη μυρωδιά τους), τα μπελονιαστά φασόλια, πιπεριές, κρεμμύδια, σκόρδα και τα μανιτάρια για το χειμώνα. Παλιότερα στέγαζε τα καματερά (μεταξοσκώληκες - σηροτροφία) που δεν τα πρόλαβα. Μετά από χρόνια, στο γυμνάσιο ήμουν, έφτιαξα και εγώ μια γενιά, έτσι για το χάζι μου.
Ακριβώς απέναντι από την είσοδο στο βάθος του χωλ ενα καμαράκι με παράθυρο στην πλαγιά του βουνού όπου κοιμότανε οι γονείς.

Και τέλος (δυτικά) η κουζίνα που και αυτή έβλε­πε στο βουνό.
Με τις φουφούδες και το μπουχαρί τους, το μπαούλο το καρυδένιο, ένα μικρό νεροχύτη και τραπέζι, το γκιούμι για το νερό. Ανάμεσα στα δυο δωμάτια και η ξύλινη στριφτή σκάλα που κατέβαινε στο κατώι-ισόγειο. Το κατώι ήταν αβέρτο και η μεσοτοιχία χώριζε τις χρήσεις. Στη μεριά της σκάλας-εισόδου, αποθηκευτικός χώρος – ξύλα, ξερό κλαδί για τα ζώα στις μέρες του χιονιού, τσουβάλια με γεννήματα,και στο χώρο κάτω από τον ξενώνα το μαντρί.

Κάτω από την κουζίνα στο τελείωμα της σκάλας είχαν χωρίσει δυο μικρούς χώ­ρους, ο ένας ήταν η τουαλέτα, πράγμα μοναδικό σχεδόν στο χωριό, συνήθως ήταν έξω από τα σπίτια, και ένα αποθηκάκι θεοσκότεινο-καρβουναποθήκη- όπου φοβέριζαν να με κλείσουν μέσα προς συμμόρφωση και μου πήγαινε τρεις και πέντε. Αριστερά από την σκάλα κατεβαίνοντας τα πιθάρια του λαδιού,το φανάρι, το πετρέλαιο για τις λάμπες. ηλεκτρικό δεν είχαμε, ήρθε το '67.

Εφαπτόμενο στο ισόγειο ήταν το φουρναργιό-καλοκαιρινό μαγει­ρείο με μεγάλο και μικρό φούρνο,πυροστιές, πινακωτές, φουρνόφτυα­ρο,που έκανε και για τον αποχιονισμό της στέγης και κάτω απ'τον μεγάλο φούρνο ,ναι ναι, το κοτέτσι. Σε μια επίθεση αλεπούς , όσες κότες σώθηκαν δεν κατέβαιναν απ'τις περαστές της σκεπής με τίποτα. Καύσιμη ύλη για φούρνο και μαγείρεματα τσάκνα απ'τις κρεμάλες των ζώων, δηλαδή καστανιά, αράδι. Αργότερα και πετρέλαιο στην γκαζιέ­ρα.

Στο έμπα της αυλής, ξέχωρα από το υπόλοιπο σπίτι, ήταν το κρασοκάτωγο. Με το πατητήρι, το μεγάλο βαρέλι του κρασιού, τα μικρότερα γιοματάρια, τραμιτζάνες, το ρακοκάζανο,τα εργαλεία, τσαπιά, τσεκούρια, πριό­νια, καρμανιόλες, κύκλα για το χιόνι, το πανί, τα κουπιά και η λα­γουδέρα της βάρκας και τα παρελκόμενα για το πάτημα της ελιάς.

 Όταν λέω μεγάλο βαρέλι, το εννοώ,πάνω από δυόμισι χιλιάδες λίτρα και άνοιγμα ικανό να μπει άνθρωπος για τον καθαρισμό του. Κλασικό χωρατό, απ'τον Βοκάκιο ακόμη, το να μπει μέσα ζευγάρι τάχατε για να σώσουν μια ώρα αρχύτερα, δεν είναι καθόλου υπερβολικό, και τι ωραία που μύριζε...

Κείνους τους καιρούς το κρασί ήταν αναπόσπαστο μέρος της διατροφής, πηγή ενέργειας, απαραίτητο συμπλήρωμα, καθώς και το τσίπουρο. Κάθε εργάτης πηγαίνοντας για το στρέμμα (σκάψιμο - κάθε χειμώνα τα χτήματα σκαβότανε από άκρη σε άκρη) περνούσε και έπαιρνε μια οκά (1,280 γρ.) για ενίσχυση του κολατσιού του. Κάθε σπίτι λοιπόν είχε ένα αμπέλι σε προσήλια, με φτενότερο χώμα θέση στο χτήμα, που ακόμη και μετά το χτύπημα της φυλλοξέρας το '42, κράτησε το χαρακτηρισμό, και βέβαια την κληματαριά στην αυλή του σπιτιού, με τον μεγάλο ξύλινο καναπέ από κάτω, που τους έδιναν τόσο η και περισσότερο κρασί. Τα κλήματα ήταν κυρίως ένα ημιάγριο είδος, Φράουλα το λέμε, Ιζαμπέλα ακούω να το λένε σε άλλα μέρη, δεν θέλει πολύ λάτρα και έδινε ένα κρασί σαν τον Θασί­τικο που βρίσκουμε σήμερα στις κάβες. Ακόμα Ροϊδίτες και λίγα Μο­σχάτα. Μέχρι το πάσχα περίπου τους έβγαζε πέρα. Μετά αγόραζαν, όσοι μπορούσαν, απ'τα εμπορικά του Αη Γιάννη, εισαγωγές από Κάρυ­στο, Γιάλυτρα. Aλλιώς περίμεναν το καινούργιο. Mε τέτοια λαχτάρα και όρεξη, ώστε προτού καν πάψει ο βρασμός τραβούσαν και έπιναν. Σαν το τραβούσαν με το καλό, μετά από παραμονή ενός μήνα περίπου με τα στέμφυλλα, ρίχνανε μέσα λίγο νερό τα ξέπλεναν δηλαδή και παίρνανε το λάγγερο που το πίνανε πρώτο, μέ­χρι να καθαρίσει το καλό, και για να φτουρήσει λίγο περισσότερο.

"Απ'τον τύλο να βγαίν'.. κιότ' νάναι" έλεγε η γειτόνισσα κυρά-Βασιλική η Κρασάκενα (παρατσούκλι όπως και το μεθούκλω) με τ' όνομα. Μετά, Νοέμβριο πια, ήταν η ώρα για το τσίπουρο.

Νερό μέσα στο σπίτι δεν είχαμε. Κατά το '72, αφού φύγαμε για τον Αη Γιάννη, φτιάχτηκε το πρώτο υποτυπώδες δίκτυο. Κουβαλούσαμε απ'την βρύση της γειτονιάς, μεγάλη ωραία βρύση, με δυο παραθύρες όπου τα Φώτα απίθωναν, αξημέρωτα, προσφορές οι γειτόνοι, σε ποιόν; στο πνεύμα της πηγής βέβαια, εν έτη 1960...

Κείνα τα χρόνια αν έλεγες σε άνθρωπο πως σε λίγο θα αγοράζεις νερό απ' τα περίπτερα θα σε μούτζωνε στα σίγουρα.

Κρύο νερό το καλοκαίρι, ζεστό το χειμώνα, μ'άλλα λόγια βαθιά πηγή με σταθερή θερμοκρασία νερού και εξαιρετικής ποιότητας. Η κατασκευή της βρύσης ήταν τέτοια που μαζευόταν το νερό , μια στερνίτσα, και με τακτική σειρά οι γειτόνοι ποτίζαν τον μπαχτσέ τους. Ο δικός μας ήταν ανάμεσα στη βρύση και το σπίτι.
Καθώς λοιπόν μια δουλειά μου ήταν να είναι το γκιούμι γιομάτο και εγώ μικρός δεν το σήκωνα, έκανα πολλές στράτες με ένα μικρότερο δοχείο, μια πατσούρα. Άλλη μια βρύση ήταν κοντά στο σπίτι, αλλά με κατώτερο νερό, άλλη φλέβα, βαλτονέρι. ο πατέρας σαν έτρωγε ήθελε φρέσκο νερό απ' την πάνω βρύση, και αν του έφερνα απ΄την άλλη για να μην βγω τον ανήφορο το καταλάβαινε και ποιος τον άκουγε!.

Άλλα χρόνια. Τότε κάθε σπιτικό σε μεγάλο βαθμό ήταν αυτάρκες. Ακριβώς το αντίθετο από τα σημερινά (για τα χωριά λέω... για τις πόλεις, επιδρομή στο Market και όποιος προλάβει...). Έπρεπε στην διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού να φροντίσουν και να συγκεντρώσουν ότι θα χρειαζόταν για να βγάλουν το χειμώνα. Η λεγόμενη σνέμπασ'. Τυρί με γάλα στο καδί και με αρμύρα στις τζάρες, ελιές, φασόλια, πατάτες, καλαμπόκι, κρεμμύδια, σκόρδα, τουρκάκια, τραχανάδες, λουκάνικα, παστά, κρασί, λάδι, αλάτι, καρύδια, μανιτάρια, κάστανα, μήλα, πάτσες (σύκα), μούσμουλα, σούρβα, ρόδια, κυδώνια και κυδωνόπαστο, τήλιο, λισφακιά χαμομήλι, σαμπούκο, μούρο, μαλλί για φανέλες-κάλτσες και τραγόμαλλο για υπόδηση, σαπούνι από παλιόλαδα επίσης.

Για το απαραίτητο ψωμί, πηγαίναν οι άντρες στον κάμπο, δουλεύανε στο θέρο και για πληρωμή παίρνανε στάρι. Λίγο λίγο το άλεθαν σε μικρούς νερόμυλους, γύρο από το χωριό η και σε διπλανά χωριά μέχρι και το αντάρτικο. Μετά στα Παλιά, στο Βόλο.
Κότες ίσα με 20-30, γίδες - προβατίνες 5-10 και 1-2 μουλάρια και γαϊδούρια. Κάθε σπιτικό λέμε.

Τα σκουπίδια ήταν κάτι το άγνωστο. Απλά δεν υπήρχαν, αφού δεν υπήρχαν συσκευασίες.... τα οργανικά τα τρώγανε οι κότες, γάτες, σκύλοι. Σε μια άκρη του οικοπέδου θα έβλεπες καμιά οπλή από γελάδι (πατσαρίσια...) και ίσως κάποια άδεια κονσέρβα. Θ' αγόραζαν μόνο τα ελάχιστα που δεν μπορούσαν να πάρουν απ' το πλούσιο στην απόδοσή του είναι αλήθεια, τόπο. Ύφασμα για τον ρουχισμό, πετρέλαιο, σπίρτα κι αλάτι απ'το μονοπώλιο στον Αη Γιάννη, κουτιά ρέγκες και παστά, ζάχαρη, καφέ άψητο, λίγα μπαχαρικά, εργαλεία, παπούτσια για καλά. Αυτά.

Όλος αυτός ο κάματος για την επιβίωση, διασκεδαζόταν σε γάμους, βαφτίσια, ονομαστικές γιορτές, πανηγύρια και στα νυχτέρια της γειτονιάς.





τόξο, γκόλφ και κυνήγι αλεπούς γιόκ!
:)


 καλές βολές σύντροφοι!


Υγ. νέες φωτό μετρά την πώληση και την ανακαίνιση:












7 σχόλια:

Ι.Κ. Διονυσόπουλος είπε...

Φαντάζομαι πως αυτό είναι το πρώτο μέρος της αυτοβιογραφίας σας ώστε να know you better όπως γράφετε.

Κουλης Παυλος είπε...

Τι να πω!!! Για λίγο βρέθηκα εκεί μύρισα το ψωμί ήπια το Κρασί και άκουσα τα γέλια σού στην αυλή

Enippeas είπε...

Τι να πω ρε Μίλτο; Για τις εικόνες, για τα αρώματα, για την ψυχική ευφορία που πρόσφερες; Και μην ξεχνάμε και τον Νόστο, αυτή τη γλυκόπικρη αίσθηση... Πολλά από αυτά τα πρόλαβα και τα αναπολώ κι'εγώ. Με όλες τις δυσκολίες τους οι άνθρωποι, κι όμως ήταν πιο ευτυχείς. Σήμερα, που το έχασε ο άνθρωπος το παιχνίδι, και παρόλη την αφθονία δεν μπορεί να νιώσει ολοκληρωμένος; Κυριαρχεί η κατάθλιψη, λέξη άγνωστη τότε...
Αλήθεια, το σπίτι σε τί κατάσταση είναι; Αν υποθέσω πως οι φωτογραφίες είναι δεκαετίας, δεν έχει μεγάλες φθορές. Μήπως να σκεφτείς, μιας και έχεις το κολάϊ (στα ελληνικά το know how), να το έδινες πάλι ζωή; Εννοώ σαν ξενώνα αγροτουριστικό (που είναι και της μοδός). Ξέρω, ξέρω..έξω απ'το χορό κτλ, :D ! Αλλά για κλείσε τα μάτια μια στιγμή και νοητά ζωντάνεψέ το! Ε, δεν μπορείς να πεις, ένα πετάρισμα στην καρδιά έρχεται!

Καλό Φθινόπωρο σ'όλους! (Άντε επιτέλους να συμμαζευτούμε λίγο!)

Μίλτος Ρηγόπουλος είπε...

5 τα μερίδια, κανένας δεν μπορούσε να πληρώσει τους άλλους συν την επισκευή που χρειαζότανε... αποτέλεσμα πουλήθηκε. ο νέος κάτοικος (δικεγορίνα σαλονικιά) έχωσε χρήμα και το σενιάρισε. άκουσα πως ξαναπουλήθηκε...

Enippeas είπε...

Μπράβο στην ιδιοκτήτρια! Σεβάστηκε τον χαρακτήρα και την αρχιτεκτονική του σπιτιού! Αν και είμαι περίεργος να δω τις εσωτερικές επεμβάσεις. Φαντάζομαι πως η καρβουναποθήκη μάλλον θα φιλοξενεί τον εξοπλισμό του σκι! :D
Γειά χαρά!

Μίλτος Ρηγόπουλος είπε...

με χρονικό άλμα μέν αλλά συνέχεια δε :) http://pelion-archer.blogspot.gr/2017/01/87.html

Μίλτος Ρηγόπουλος είπε...

επίσης: http://pelion-archer.blogspot.gr/2008/11/blog-post.html