θυμάμαι, μέρες που πήρα την τροφή μου απ' την φύση.
με νοσταλγία.
απ' την θάλασσα, απ' τον γιαλό, απ'το δάσος.
οι βάρκες να ακουμπάνε μια με την άλλη, "για να τα κρατήσουμε", να χτυπούν τα πλευρά τους, μεσ' την ομίχλη και σ'ένα φως διάχυτο, χωρίς σκιές, πρύμνα πλώρα οι πετονιές και ένας στη μέση να ξεψαρίζει εναλλάξ το τσαπαρί με τα 18 αγκίστρια με χάντρες, πατέντα ντόπια, το σπαρτάρισμα των ψαριών, τα πειράγματα και τα κουτσομπολιά, η μυρωδιά του σέρτικου καπνού και της βενζίνας, οι ήχοι της στεριάς, κουβέντες, ένας κόκορας, ένας γαϊδαρος, μια καμπάνα, να ακούγονται σαν νa 'ναι δίπλα, και ο αέρας π' αργά τ' απόγεμα κατεβάζουν οι ρεματιές, γλυκός απ'το ρείκι, το χορτάρι και μια υποψία σάπιου φύλλου. και μετά μεσ' το σούρουπο, όλοι μαζί να τραβήξουν και να ασφαλίσουν τις βάρκες, η κάθε μια κάτω απ'το σπίτι του αφεντικού. να γίνει η μοιρασιά, το μερίδιο της βάρκας χώρια. όταν το σαυρίδι ήταν πολύ, γινόταν και σούπα, με το ψάρι μέσα σε τούλι και από κι στις κότες... "να φάν' κι κότες!" από κι βγήκε...
τροφοσυλλέκτες κυνηγοί. και η αλληλέγγυα κοινωνία τους.
τους θυμάμαι μες την μαύρη νύχτα να τραβάμε τις βάρκες πιο ψηλά, σε ξαφνικές αλλαγές του καιρού, "κρέμασε...", μεσ' στο κύμα που έφτανε φρέσκο, συντονισμένοι στο χαμό σαν ένας άνθρωπος.
στο θέμα δάσος όμως και στις λεπτές αποχρώσεις του σηκώνω τα χέρια.
στο δάσος για μανιτάρια!
και κάστανα απ' του γείτονα!!!
είναι πιο γλυκά τα κάστανα του γείτονα.
όλοι το ξέρουν.
μια εικόνα θα σου περιγράψω, που είναι και η τελευταία πριν την έκπτωση απ'τον παράδεισο.

το σούρουπο με βρήκε στις παρυφές του δάσος της οξιάς, εκεί που συναντά τις ήμερες καστανιές. κάτω, τα δυό αντιμέτωπα στο Μέγα Ρέμα χωριά, Ανήλιο και Μακρυράχη, ίσα που ξάκριζαν μες το σύννεφο, παρακάτω το πέλαγο δεν φαινόταν αλλά το άκουγες, εκεί ήταν. έκατσα, καθάριζα κάστανα και τα 'τρωγα ωμά. άρχισε να πέφτει μια ψιλή βροχή και τα κίτρινα πεσμένα φύλλα πήραν ζωή, χόρευαν και τραγουδούσαν. έγειρα πίσω, δίπλα στο σακίδιο με τα μανιτάρια. νερανζούλες, καλοεράκια, βασίλες, αυτάκι, γουργουλιάνες.
εκεί και έμεινα...πίστεψέ με...
κάμποσα χρόνια μετά, αμέσως μόλις έπεσε η ιδέα "να πάρουμε ένα τόξο για το Πήλιο" απ'τον Ακη - κουμπάρο, ξεφύτρωσε

η τοξοβολία απ'τα αρχέγονα κύτταρα και μνήμες. για να με συνδέει με τις μέρες που ήμουν
Άνθρωπος, κυνηγός- τροφοσυλλέκτης, και όχι πελάτης της Eurobank-υπέρβαρος καταναλωτής. γιατί έφτασε ο "πολιτισμός" και στο χωριό. δεν τραβάμε τις βάρκες στο γιαλό. είναι οι ομπρέλες και τα beachboys πια εκεί, και όλοι έχουν από ένα τζίπ-τρειλερ. δεν ήμαστε πια αλληλέγγυοι, αλλά ανταγωνιστές στην τουριστική πίτα. έχουμε λιμάνι με 50 ευρώ τον μήνα. το λιμεναρχείο, ναι έχουμε και απ'αυτό, ζητά την μάνα του και τον πατέρα του για να βγάλεις 2 ψάρια. γιατί τέλος, όταν το δάσος δίνει μανιτάρια, εγώ πουλάω δωμάτια με θέα, aircoditioner και Internet.
όχι, ευχαριστώ...

δεν είμαι έμπορος, δεν συσσωρεύω πλούτο, είμαι κυνηγός. πιάνω το τόξο και αναριγώ μαζί με τους κυνηγούς προγόνους που ζουν μεσ' το αίμα μου. αυτοί με οδηγούν να θέλω με επιμονή την τέλεια βολή,
γιατί ο κυνηγός μια βολή έχει, όχι 72. κάθε φορά που κάνω το λάθος, το βάρος της φυλής που θα μείνει χωρίς τροφή είναι αυτό που με πιέζει και με βλέπεις μαύρο και σκοτεινό. χαρά και αλεγρία σε κάθε επιτυχία. δεν είναι για μένα, δεν είναι για μένα. αμέτρητοι πρόγονοι χαίρονται μαζί μου στο τσιμπούσι κάτω απ'το φεγγάρι, δίπλα στην φωτιά.
καλές βολές σύντροφοι...